- γυναικοκτόνος
- ο (Α γυναικοκτόνος)φονιάς γυναικώννεοελλ.ο συζυγοκτόνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + -κτόνος < κτείνω (πρβλ. ανδροκτόνος, μητροκτόνος, πατροκτόνος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυναικοκτόνοι — γυναικοκτόνος murdering women masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek